- βοηλάτης
- βοηλάτης, ο (θηλ. -άτις, η) (Α)1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης2. ο βουκόλος3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν5. φρ. «βοηλάτης διθύραμβος» — διθύραμβος του οποίου ο ποιητής κερδίζει ταύρο ως βραβείο ή ο οποίος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου-Ταύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ηλάτης < ελαύνω, με επίδραση του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ηλάτης) του β' συνθετικού (πρβλ. αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ξενηλάτης, στρατηλάτης κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.